
Προσπαθούσε να ξεχάσει τη μορφή της. Μα ήταν τόσο μάταιο αλήθεια. Προσπαθούσε να σβήσει την εικόνα του κορμιού της από το μυαλό του. Όμως ήταν αδύνατον. Η θύμιση από το άρωμα που ανέδιδε το δέρμα της στοίχειωνε τα όνειρα του, η γλυκιά φωνή της αντηχούσε μέσα του, το χαμόγελο της έλαμπε μπρος του όποτε έκλεινε τα μάτια. Πολεμούσε για μια στιγμή, μία μόνο στιγμή που η σκέψη του δεν θα γυρνούσε στα όσα έζησαν. Πάλευε με τις ώρες, με τις μέρες, με τον ίδιο του τον εαυτό. Αναζητούσε την λύτρωση εκεί που δεν μπορούσε να την βρει. Γιατί μόνο κοντά της θα λυτρωνόταν. Ο χρόνος κυλούσε, άνθρωποι και γεγονότα έρχονταν και προσπερνούσαν. Αλλά όσο και να απασχολούσε το νου του, το μόνο που κατάφερνε ήταν να ξεγελάει για λίγο τη θλίψη του. Για τόσο λίγο... Ώσπου μέσα στην απογοήτευση και το αδιέξοδο που βίωνε, έφτασε να λαχταρά απελπισμένα τη λήθη. Αφού δεν μπορούσε να την έχει, ήθελε τουλάχιστον να μπορέσει να την αφήσει πίσω του, να την κρατήσει μέσα του σα μακρινή ανάμνηση. Για να πάψει να είναι τόσο αφόρητη και επώδυνη η ανάγκη του. Η ανάγκη του για την αγάπη της, την αγάπη τους. Η ανάγκη του για εκείνη... Εκείνη, που δεν έδιωξε, που δεν επέλεξε μόνη της να φύγει. Εκείνη, που τόσο ξαφνικά και βίαια του άρπαξαν, χωρίς να προλάβει καν να πει αντίο. Εκείνη, στην οποία καθόταν πάλι τώρα και σιγοψιθύριζε όσα δεν εμπιστευόταν σε κανέναν άλλο. Εκεί, ακουμπισμένος πάνω στο κρύο μάρμαρο, μ' ένα τριαντάφυλλο στο χέρι.. κάθε μέρα της έφερνε από ένα.. και μια απροσδιόριστη και συννεφιασμένη αγαλλίαση. Αυτήν που ένιωθε κάθε φορά που βρισκόταν για λίγο δίπλα της...