Καφές και τσιγάρο. Γουλιά και τζούρα, κι άλλη γουλιά κι άλλη τζούρα. Γεμίζει το τασάκι κι ο τοίχος απέναντι παραμένει γκρι. Ούτε μαύρο ούτε λευκό, τίποτα άλλο παρά ένα ακαθόριστο γκρι. Βουλιάζει η σκέψη στην αβεβαιότητα και η αβεβαιότητα στην απροσδιοριστία, όσο το ποτήρι αδειάζει και το τασάκι φουσκώνει αράδες λογισμών. Ατενίζοντας στο βάθος του εγώ σου και ψάχνοντας απαντήσεις για το βαθυκόκκινο χρώμα στο ταβάνι.
Θα ανοίξει ρωγμή να εισβάλλει φως, ή θα πλησιάσει επικίνδυνα και ασφυκτικά; Το ουράνιο τόξο άρπαξε φωτιά και οι νεράιδες ρυτίδιασαν. Κι όμως το δάσος παραμένει μαγικό, κι όμως η θάλασσα είναι ακόμη μωβ. Βουτάς στο νερό και βγαίνεις πολύχρωμος. Κι αν όχι τώρα, πότε; Κι αν ναι, γιατί όχι; Κι αν θέλεις, γιατί δε μπορείς; Κι αν χωριστά, γιατί όχι μαζί; Κι αν δεν είναι ψέμα, γιατί να μη γίνει αλήθεια; Κι αν σου πω ότι το ουράνιο τόξο είναι φοίνικας, θα το χρωματίσεις;
Θα ανοίξει ρωγμή να εισβάλλει φως, ή θα πλησιάσει επικίνδυνα και ασφυκτικά; Το ουράνιο τόξο άρπαξε φωτιά και οι νεράιδες ρυτίδιασαν. Κι όμως το δάσος παραμένει μαγικό, κι όμως η θάλασσα είναι ακόμη μωβ. Βουτάς στο νερό και βγαίνεις πολύχρωμος. Κι αν όχι τώρα, πότε; Κι αν ναι, γιατί όχι; Κι αν θέλεις, γιατί δε μπορείς; Κι αν χωριστά, γιατί όχι μαζί; Κι αν δεν είναι ψέμα, γιατί να μη γίνει αλήθεια; Κι αν σου πω ότι το ουράνιο τόξο είναι φοίνικας, θα το χρωματίσεις;