Θυμάμαι. Τη μυρωδιά σου ποτισμένη στα σεντόνια. Την ψευδαίσθηση της αγκαλιάς σου τις νύχτες. Εκείνα τα φιλιά στο μέτωπο, που με έκαναν να νιώθω σα νήπιο και ταυτόχρονα με άφηναν για μια στιγμή χωρίς ανάσα. Θυμάμαι τα νύχια σου να γδέρνουν παθιασμένα το κορμί μου, και τα βογκητά μας να πλημμυρίζουν το δωμάτιο. Τον ιδρώτα σου πάνω μου και τα μάτια σου μέσα μου. Θυμάμαι τις ηλίθιες γκριμάτσες σου, κι εκείνο το βλέμμα κουταβιού που επιχειρείς κάποιες φορές. Σε θυμάμαι να χορεύεις στο δωμάτιο και να τραγουδάς στο αυτοκίνητο. Να κουλουριάζεσαι σα μωρό και να φέρεσαι σα μικρός κόπανος. Διαπεραστικές στιγμές, δάχτυλα μπλεγμένα, ψυχές ανάκατες. Θυμάμαι τον ήχο της φωνής σου σε τηλεφωνήματα απροσδόκητα. Τον ήχο της σιωπής σου. Αυτή την απροσδιόριστη χαρά-μάσκα, και τη φορεσιά της κυνικότητας. Τον τρόπο που κολλάς τη μούρη σου πάνω στο τιμόνι όταν βαριέσαι, τον τρόπο που με τραβάς πάνω σου όταν με θέλεις. Τη γεύση που έχει το στόμα σου. Την επιρροή που έχει η αύρα σου. Θυμάμαι το χτύπο της καρδιάς σου στο μάγουλο μου. Τα δάκρυα στο πρόσωπο σου, ή αυτό το μειδίαμα όταν δεν σου αρέσει αυτό που ακούς. Το χαμόγελο σου, την επιμονή σου να με προκαλείς, την απαράδεκτη πεποίθηση σου για την ορθότητα των επιχειρημάτων σου. Τον αλλόκοτο τρόπο σου να καταπίνεις τις μπουκιές σου, τον τρόπο σου να καταπίνεις εμένα.
Θυμάμαι εμένα γεμάτη και εμένα κενή. Θυμάμαι εμάς, καρικατούρες σε μια βροχή μικρών φθαρτών παραδείσων. Θυμάμαι τις θύμησες, τις προσκαλώ γλυκά και τις νανουρίζω. Έχω εσένα.
Θυμάμαι εμένα γεμάτη και εμένα κενή. Θυμάμαι εμάς, καρικατούρες σε μια βροχή μικρών φθαρτών παραδείσων. Θυμάμαι τις θύμησες, τις προσκαλώ γλυκά και τις νανουρίζω. Έχω εσένα.