Πλησίασε αθόρυβα και τύλιξε τα χέρια του γύρω της, την έκλεισε ολόκληρη στην αγκαλιά του. Άφησε ένα φιλί στο λαιμό της και ένας αναστεναγμός από το στήθος του βρήκε καταφύγιο πάνω στο σώμα της. Έτσι αβίαστα την κυρίευσε ένα αίσθημα ηρεμίας και μια μυρωδιά από ανείπωτες λέξεις που ψιθύριζαν επιθυμία. Ξεκούρασε το κεφάλι του πάνω στον ώμο της και άφησε τη ζεστασιά της να τον παρασύρει, κάπου μακριά από το εδώ και το τώρα. Έμειναν αρκετή ώρα έτσι, ξεχασμένοι θαρρείς, παραδομένοι σε ένα παράλληλο χωροχρόνο που δεν ορίζεται παρά μόνο από το εγώ και το εσύ, από αυτό το μαζί που κάνει όλα τα άλλα να φαντάζουν μικρά και ασήμαντα. Δεν υπήρχε καμία άλλη ανάγκη, καμία πρόθεση, καμία θέληση. Παρά μόνο αυτό το αναλλοίωτο και υπέροχο της παύσης, της αποκοπής.
Του φάνταζε τόσο μικροσκοπική εκεί ανάμεσα του, ένιωθε πως ήθελε να την προστατεύσει από τα όλα του κόσμου εκείνου έξω. Κι εκείνη κουλουριασμένη στην αγκαλιά του πίστευε πως τίποτα δεν μπορούσε να διαπεράσει τον φύλακα της.
Και κάπου εκεί έρχεται ένα βλέμμα βαθύ και διαπεραστικό, ένα απαλό χάδι και ένα φιλί, για να σφραγίσουν την ομορφιά της στιγμής και τα εκκωφαντικά ανείπωτα...
Του φάνταζε τόσο μικροσκοπική εκεί ανάμεσα του, ένιωθε πως ήθελε να την προστατεύσει από τα όλα του κόσμου εκείνου έξω. Κι εκείνη κουλουριασμένη στην αγκαλιά του πίστευε πως τίποτα δεν μπορούσε να διαπεράσει τον φύλακα της.
Και κάπου εκεί έρχεται ένα βλέμμα βαθύ και διαπεραστικό, ένα απαλό χάδι και ένα φιλί, για να σφραγίσουν την ομορφιά της στιγμής και τα εκκωφαντικά ανείπωτα...