Το ρολόι του τοίχου είχε κολλήσει...
Δέκα και πέντε, μέρες τώρα...
Κι εκείνη, κάπου εκεί είχε μείνει. Άθελα της είχε σταματήσει σε εκείνα τα τελευταία λεπτά. Σαν να πάγωσε ο χρόνος, όπως το ρολόι κι αυτός, έπαψε να κυλάει. Άδειασε κάθε σταγόνα ζωτικότητας από μέσα της και έμεινε μετέωρη σε ένα χθες που δεν ήθελε να αφήσει πίσω της και σε ένα αύριο που δεν τολμούσε να σκεφτεί. "Λυπάμαι" , η τελευταία λέξη. Κι εκείνη έμεινε να ακούει συνεχώς στο μυαλό της αυτή τη λέξη, στο repeat, και ξέχασε να αναλογιστεί πώς νιώθει.. Εκείνος λυπόταν, αυτή;...
Ούτε μπρος ούτε πίσω... Αιώρηση στο κενό. Κάπως έτσι περνούσε το χρόνο της, αιωρούμενη, αναπολώντας στιγμές και τρομοκρατημένη από τις όσες έπρεπε μόνη της πια να πλέξει.
Άρχισε κάποια στιγμή να κοιμάται και πάλι τις νύχτες, τα κατάφερε με πολύ κόπο. Και σηκωνόταν το πρωί, και πήγαινε στη δουλειά. Έπειτα γυρνούσε, περνούσε τις ώρες της μόνη ή με συντροφιές, διάβαζε, συγύριζε το σπίτι, μαγείρευε, χάζευε τα βράδια τηλεόραση, άλλαξε κι εκείνη τη λάμπα στο φωτιστικό που τόσο καιρό είχε καεί. Το ρολόι δεν το πείραξε όμως. Έστεκε εκεί, ψυχρό και σταματημένο. Δέκα και πέντε...
Δέκα και πέντε, μέρες τώρα...
Κι εκείνη, κάπου εκεί είχε μείνει. Άθελα της είχε σταματήσει σε εκείνα τα τελευταία λεπτά. Σαν να πάγωσε ο χρόνος, όπως το ρολόι κι αυτός, έπαψε να κυλάει. Άδειασε κάθε σταγόνα ζωτικότητας από μέσα της και έμεινε μετέωρη σε ένα χθες που δεν ήθελε να αφήσει πίσω της και σε ένα αύριο που δεν τολμούσε να σκεφτεί. "Λυπάμαι" , η τελευταία λέξη. Κι εκείνη έμεινε να ακούει συνεχώς στο μυαλό της αυτή τη λέξη, στο repeat, και ξέχασε να αναλογιστεί πώς νιώθει.. Εκείνος λυπόταν, αυτή;...
Ούτε μπρος ούτε πίσω... Αιώρηση στο κενό. Κάπως έτσι περνούσε το χρόνο της, αιωρούμενη, αναπολώντας στιγμές και τρομοκρατημένη από τις όσες έπρεπε μόνη της πια να πλέξει.
Άρχισε κάποια στιγμή να κοιμάται και πάλι τις νύχτες, τα κατάφερε με πολύ κόπο. Και σηκωνόταν το πρωί, και πήγαινε στη δουλειά. Έπειτα γυρνούσε, περνούσε τις ώρες της μόνη ή με συντροφιές, διάβαζε, συγύριζε το σπίτι, μαγείρευε, χάζευε τα βράδια τηλεόραση, άλλαξε κι εκείνη τη λάμπα στο φωτιστικό που τόσο καιρό είχε καεί. Το ρολόι δεν το πείραξε όμως. Έστεκε εκεί, ψυχρό και σταματημένο. Δέκα και πέντε...