Ακούμπησε τα χέρια της στο τραπέζι. Τα πόδια της ακόμη έτρεμαν από το σοκ. Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, να χωρέσει στο μυαλό της αυτό που μόλις είχε ακούσει. Ήταν όμως αδύνατον. Αδύνατον. Αυτή η λέξη ακουγόταν μέσα στο κεφάλι της ξανά και ξανά. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, σκεφτόταν. Υπήρχαν σχέδια, τα οποία δεν περιελάμβαναν ούτε μπορούσαν να συμπεριλάβουν κάτι τέτοιο. Υπήρχαν όνειρα, που τώρα, μέσα σε λίγα μόνο λεπτά, ανατρέπονταν πλήρως. Διαλύονταν. Μέσα σε ένα λεπτό τα πάντα γύρω της στροβιλίζονταν. Έπρεπε επειγόντως να καθίσει, προτού λιποθυμήσει. Γιατί καθώς ήταν μόνη αυτή τη στιγμή, κανείς δεν θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Να τη βοηθήσει. Μα δεν ήταν αυτή που χρειαζόταν βοήθεια στην προκειμένη περίπτωση. Και ποιος ήταν αυτός που έπρεπε να φανεί δυνατός τώρα; Εκείνη; Δεν είχε ιδέα πως να το κάνει αυτό. Εκείνος ήταν πάντα η δύναμη της, το στήριγμα της, το κουράγιο της. Εκείνος τη βοηθούσε, τη συμβούλευε, την προστάτευε. Στεκόταν δίπλα της φρουρός του εύθραυστου χαρακτήρα της. Κι εκείνη ευγνωμονούσε τη ζωή που τον έφερε στον δρόμο της και τον αγαπούσε όσο πιο δυνατά, έντονα, παθιασμένα, όσο πιο ολοκληρωτικά μπορούσε. Μα ποτέ δεν έμοιαζε αρκετό. Ήθελε να τον αγαπά κι άλλο, να τον θέλει κι άλλο, να τον έχει κι άλλο. Κι άλλο λίγο. Κάθε φορά λίγο παραπάνω. Πώς λοιπόν θα αντιστρέφονταν οι ρόλοι έτσι ξαφνικά; Κι όμως. Αυτή τη φορά ήταν εκείνος που την είχε ανάγκη. Αυτή τη φορά ήταν εκείνος που έπρεπε να την νιώσει στήριγμα και δύναμη του. Κι όσο διαλυμένη κι αν αισθανόταν, έπρεπε να είναι εκεί. Για εκείνον. Μόνο για εκείνον. Πάντα για εκείνον.
Κοίταξε το ρολόι της. Αν δεν έφευγε θα αργούσε στο ραντεβού που είχε κλείσει στο γυναικολόγο. Και άλλωστε, ήθελε να βρεθεί κοντά του όσο πιο γρήγορα γινόταν. Μάζεψε λοιπόν τα κομμάτια της, ντύθηκε γρήγορα και έφυγε βιαστικά από το σπίτι. Σε μισή ώρα ήταν στο γραφείο του γιατρού. Το ραντεβού ήταν αρκετά σύντομο. Βγήκε από εκεί μέσα σαν χαμένη και η αλήθεια είναι πως εντελώς μηχανικά έφτασε στο απρόσωπο μεγάλο κτίριο. Ούτε που θυμόταν τη διαδρομή μέχρι εκεί. Τον βρήκε στο παγερό, λευκό δωμάτιο. Μόλις την αντίκρισε, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Ένα γλυκό χαμόγελο που την συνέτριψε ακόμη πιο πολύ, έκανε όμως προσπάθειες να συγκρατηθεί. Δεν ήθελε να τον κάνει να νιώθει χειρότερα. Τον πλησίασε και του έδωσε ένα φιλί. "Γεια σου", της είπε. Κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια της και μάλλον βρήκε αυτό που έψαχνε. Αυτό που περίμενε. "Πρέπει να σου τηλεφώνησε ο γιατρός. Σε μένα μόνο κάτι μισόλογα είπε. Θέλω να ξέρω όμως. Θέλω να μου πεις την αλήθεια. Θα το κάνεις;" Εξακολουθούσε να έχει τα μάτια του καρφωμένα επάνω της. Κι εκείνη του έγνεψε ένα θλιμμένο ναι. Ήταν καθισμένη στο κρεβάτι δίπλα του κι εκείνος της κρατούσε σφιχτά το χέρι. Σφιχτά, μα τόσο απαλά συνάμα. "Πόσο χρόνο μου δίνουν λοιπόν;", τη ρώτησε. Εκείνη πάλεψε για λίγο με τις λέξεις που δεν μπορούσε καν να αρθρώσει και απάντησε, "Δύο μήνες.. στην καλύτερη περίπτωση..."
Επεξεργάστηκε για λίγο την πληροφορία. "Κάτι είναι κι αυτό, σωστά;" είπε τελικά. "Θα μπορέσω να σε χαρώ για δύο μήνες ακόμη. Και θα φροντίσω να σε χορτάσω!" συνέχισε γλυκά. Τα τρυφερά του λόγια την άγγιζαν και την έθλιβαν ταυτόχρονα. Της χάιδεψε απαλά το μάγουλο κι εκείνη χάθηκε στο χάδι του. "Είναι και κάτι άλλο που πρέπει να σου πω" είπε και άθελα της άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει στο πρόσωπο της. "Τι είναι αγάπη μου; Τι συμβαίνει;" αναρωτήθηκε και η ανησυχία ήταν ολοφάνερη στη φωνή του. Πήρε λίγο χρόνο για να μπορέσει να αποκόψει τις σκέψεις της και απάντησε. "Είμαι έγκυος." Είδε και πάλι ένα χαμόγελο να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του, πιο όμορφο πιο τρυφερό και πιο ζωντανό από πριν. Την τράβηξε κοντά του, τη φίλησε γλυκά και την κράτησε στην αγκαλιά του. Και τώρα που το πρόσωπο της ήταν ακουμπισμένο στο στήθος του, άφησε τη θλίψη να ξεχυθεί από τα μάτια του. Θλίψη μαζί με χαρά, απογοήτευση μαζί με ευγνωμοσύνη, φόβος μαζί με προσμονή. Χείμαρρος οι σκέψεις στο μυαλό του. Μία όμως επικράτησε, κι ήταν αυτή που έκανε το πρόσωπο του να γαληνέψει και πάλι, μαζί και την ψυχή του. 'Τουλάχιστον θα έχει κάτι δικό μου. Κάτι δικό μας...' Την κράτησε ακόμη πιο σφιχτά στην αγκαλιά του. Κι εκεί θα την κρατούσε, μέχρι το τέλος...
Δεν μπορείς να νικήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό.
Δεν μπορείς να πολεμήσεις τους εχθρούς που 'χεις μέσα σου.
Μπορείς να τους αγκαλιάσεις, να τους γνωρίσεις, να τους αγαπήσεις.
Να μάθεις να ζεις με αυτούς και να δέχεσαι τα λάθη τους.
Όχι με βία, αλλά με αγάπη, μόνο έτσι θα καταφέρεις κάποτε να τους εξοντώσεις.
Αγάπησε τη σκοτεινή σου πλευρά, μετράει πιο πολύ από το να αγαπάς το "στιλιζαρισμένο" εγώ σου...
Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010
I want to break free...
Τα περιθώρια στενεύουν. Και οι τέσσερις τοίχοι γύρω μου γίνονται όλο και πιο ασφυκτικοί. Και οι αντοχές μου συρρικνώνονται μέρα με τη μέρα. Και οι σκέψεις που κατακλύζουν το μυαλό μου γίνονται θηλιά. Και οι διέξοδοι φράζουν μία προς μία.
Άγνωστη η συνέχεια και θολή.
Κάποιες φορές πρέπει να ψάξεις πολύ, πάρα πολύ, για να καταφέρεις να βρεις τη δύναμη που χρειάζεσαι. Για να μη αφεθείς έρμαιο των καταστάσεων. Όσες αντιστάσεις όμως κι αν κρατάς, αναπόφευκτα κάποια στιγμή οι καταστάσεις σαν χείμαρρος σε παρασύρουν. Και το μόνο που νιώθεις.. πίεση..κι εξάντληση.. και αγανάκτηση. Πρέπει ωστόσο να καταφέρεις να αφήσεις πίσω σου ότι σε πνίγει. Να μπορέσεις να κάνεις ότι σε επηρεάζει να μοιάζει μικρό κι ασήμαντο. Να επιτύχεις την απελευθέρωση του εαυτού σου από την όποια επιρροή.. ατόμων, γεγονότων, σκέψεων, συναισθημάτων.
Πού μπορείς όμως να βρεις το κουράγιο για όλα αυτά; Γιατί εγώ το έχω χάσει καιρό τώρα. Μου το πήραν όλο, το απορρόφησαν. Και δεν έμεινε τίποτα...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)